εὐρόνοτον

εὐρόνοτον
εὐρόνοτος
a wind between
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιβόνοτος — ο (AM λιβόνοτος) άνεμος που πνέει από διεύθυνση ενδιάμεση εκείνης τού λίβα και τού νότιου ανέμου («ὁ νότος ἀπὸ τῆς μεσημβρίας φερόμενος ἔχει μεσάζοντας αὐτὸν τὸν λιβόνοτον καὶ εὐρόνοτον», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβας + νότος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”